- μυσαχθής
- μυσαχθής, -ές (Α)μυσαρός, βδελυρός, μισητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + -αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ-αχθής, ισο-αχθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυσαχθής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαχθῇς — μυσάττομαι feel disgust at aor subj mp 2nd sg μυσάζω aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαχθές — μυσαχθής masc/fem voc sg μυσαχθής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek
μυσαχθεῖσ' — μυσαχθεῖσα , μυσάττομαι feel disgust at aor part mp fem nom/voc sg μυσαχθεῖσι , μυσάττομαι feel disgust at aor part mp masc/neut dat pl μυσαχθεῖσαι , μυσάττομαι feel disgust at aor part mp fem nom/voc pl μυσαχθεῖσα , μυσάζω aor part pass fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)